- συμβολαιογράφους
- συμβολαιογράφοςnotarymasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απόρρητος — η, ο (AM ἀπόρρητος, ον) [ρητός] 1. αυτός που δεν πρέπει ή δεν μπορεί να λεχθεί, απόκρυφος, μυστικός 2. το ουδ. ως ουσ. το απόρρητο το μυστικό που δεν πρέπει να αποκαλυφθεί («επαγγελματικό, υπηρεσιακό απόρρητο») για κρατικούς λειτουργούς,… … Dictionary of Greek
δικηγόρος — Βοηθητικό πρόσωπο της δικαιοσύνης, που κατά τον ελληνικό νόμο έχει την ιδιότητα του άμισθου δημόσιου λειτουργού. Ωστόσο, το καθεστώς της επαγγελματικής του δραστηριότητας τον κατατάσσει, κατά κανόνα, πολύ κοντά στα άλλα ελεύθερα επαγγέλματα. Στη… … Dictionary of Greek
επίσχεση — η (Α ἐπίσχεσις) [επέχω] 1. παρεμπόδιση, σταμάτημα, συγκράτηση («ἐπίσχεσις γενέσεώς ἐστι», Πλάτ.) 2. ιατρ. έλλειψη ή κατάπαυση φυσιολογικής ρύσεως («επίσχεση τών ούρων») νεοελλ. 1. (νομ.) α) η συνέχιση τής φυλακίσεως τού οφειλέτη και μετά την… … Dictionary of Greek
Επικρατείας, Συμβούλιο της– — Ονομασία που φέρει σε διάφορες χώρες το ανώτατο δικαστήριο διοικητικής δικαιοσύνης, στο οποίο έχουν ανατεθεί κατά κανόνα, εκτός από τις καθαυτό δικαιοδοτικές αρμοδιότητες, και γνωμοδοτικά καθήκοντα, ως συμβουλευτικού οργάνου της διοίκησης.… … Dictionary of Greek